προσώμοσαν

προσώμοσαν
προσόμνυμι
swear besides
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσόμνυμι — και προσομνύω και δωρ. τ. ποτόμνυμι Α 1. ορκίζομαι μια ακόμη φορά, κάνω έναν επί πλέον όρκο («οἱ δὲ βάρβαροι προσώμοσαν καὶ ἡγήσεσθαι ἀδόλως», Ξεν.) 2. περιλαμβάνω κάτι ακόμη σε έναν όρκο, κάνω μια προσθήκη σε όρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”